άδετος

άδετος
-η, -ο
1. αυτός που δεν είναι δεμένος, λυτός: Τη νύχτα άφηνα το σκύλο άδετο.
2. για βιβλία, αυτό που δε βιβλιοδετήθηκε: Λίγα βιβλία σήμερα κυκλοφορούν άδετα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄδετος — unbound masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδετος — η, ο (Α ἄδετος, ον) [δέω, δένω] αυτός που δεν έχει μπει σε δεσμά, λυτός, ελεύθερος νεοελλ. 1. (για βιβλία) άρραφος, που δεν βιβλιοδετήθηκε, ο μη σταχωμένος 2. (για πολύτιμους λίθους) που δεν προσαρμόστηκε σε κόσμημα 3. (για καρπούς) που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ἀδέτως — ἄδετος unbound adverbial ἄδετος unbound masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδετον — ἄδετος unbound masc/fem acc sg ἄδετος unbound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέτοιο — ἄδετος unbound masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέτοις — ἄδετος unbound masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέτοισιν — ἄδετος unbound masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέτου — ἄδετος unbound masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέτους — ἄδετος unbound masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέτῳ — ἄδετος unbound masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”